- κλαύματα
- κλαύ̱ματα , κλαῦμαweepingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… … Dictionary of Greek
προσμένω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιμένω Α 1. περιμένω με χαρά και ανυπομονησία κάποιον, ιδίως ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο, καρτερώ («σε προσμένω πάντοτε / νύχτα κι αυγή και μέρα», Παλαμ.) 2. (σχετικά με ποθητές καταστάσεις ή γεγονότα) περιμένω ελπίζοντας,… … Dictionary of Greek